- κηρομαστίχα
- και κηρομαστίχη, η (Μ κηρομαστίχη και κηρομάστιχος)μίγμα κεριού και μαστίχας το οποίο χρησιμοποιούνταν ως συγκολλητική ουσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κηρομάστιχον — κηρομάστιχον, τὸ (Μ) κηρομαστίχα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρομαστίχα, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek